καταχαίρω

καταχαίρω
(AM καταχαίρω)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, -η, -ο
α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής
β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη
νεοελλ.-μσν.
μέσ. καταχαίρομαι
α) είμαι γεμάτος χαρά, χαίρω πάρα πολύ
β) απολαμβάνω με ευχαρίστηση
μσν.
μέσ. χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον
αρχ.
χαίρομαι για το κακό ή τη δυστυχία άλλου, επιχαίρω, χαιρεκακώ, είμαι χαιρέκακος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταχαροῦμαι — καταχαίρω exult over fut ind mid 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαρῆναι — καταχαίρω exult over aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαίρειν — καταχαίρω exult over pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαίροντες — καταχαίρω exult over pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαίρων — καταχαίρω exult over pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεχάρησαν — καταχαίρω exult over aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχαιρε — καταχαίρω exult over imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάχαρμα — κατάχαρμα, τὸ (Α) [καταχαίρω] 1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά 2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος …   Dictionary of Greek

  • καταχαίρομαι — βλ. καταχαίρω …   Dictionary of Greek

  • καταχαρούμενος — η, ο βλ. καταχαίρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”