- καταχαίρω
- (AM καταχαίρω)νεοελλ.(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, -η, -οα) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρήςβ) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψηνεοελλ.-μσν.μέσ. καταχαίρομαια) είμαι γεμάτος χαρά, χαίρω πάρα πολύβ) απολαμβάνω με ευχαρίστησημσν.μέσ. χαίρομαι, καμαρώνω κάποιοναρχ.χαίρομαι για το κακό ή τη δυστυχία άλλου, επιχαίρω, χαιρεκακώ, είμαι χαιρέκακος.
Dictionary of Greek. 2013.